νάνι

νάνι
νάνι, το και νανάκια, τα
λ. άκλ. της βρεφικής γλώσσας
1. ο ύπνος, η κατάκλιση: Το παιδί θα κάνει νάνι.
2. λέξη με την οποία αρχίζουν πολλά νανουρίσματα: Νάνι, νάνι το μωρό μου…

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νάνι — και νανά άκλ. (στη γλώσσα τών βρεφών) 1. ο ύπνος 2. φρ. α) «κάνω νάνι» κοιμάμαι β) «νάνι νάνι» και «νάνι το μωρό μου» χρησιμοποιείται ως συνήθης φράση ή ως επωδός σε νανουρίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ονοματοποιημένη από τη νανουριστική φωνή να να] …   Dictionary of Greek

  • Μορέτι, Νάνι — (Nanni Moretti, Μπολζάνο 1953 –). Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Από τα μεγάλα ταλέντα του σύγχρονου σινεμά της πατρίδας του, πολυβραβευμένος στα φεστιβάλ αλλά και φανατικά πολιτικοποιημένος στα θέματα του ο Μ. στα νιάτα του… …   Dictionary of Greek

  • νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …   Dictionary of Greek

  • Ξύνδας, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1814 – Αθήνα 1896). Συνθέτης. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα με τον Μάντζαρο (βλ. λ.), του οποίου ήταν μάλιστα στενός συνεργάτης, και έπειτα στο Ωδείο της Νεάπολης. Από τους ιδρυτές, μαζί με τον Μάντζαρο, της «Φιλαρμονικής Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • μαμ — και μαμά και μαμμά, το 1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί 2. φρ. «μαμ και νάνι» λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό,… …   Dictionary of Greek

  • νανά — (I) (στη βυζαντινή μουσική) ένας από τους τέσσερεις πολυσύλλαβους μουσικούς φθόγγους, τους οποίους μεταχειριζόταν το αρχαίο στενογραφικό σύστημα τής βυζαντινής μουσικής κατά την ανάβαση στην παραλλαγή τών διατονικών και εναρμόνιων ήχων. (II) άκλ …   Dictionary of Greek

  • νανάκια — τα υποκορ. τού νάνι ή τού νανά …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Ρόμπια, Λούκα — (Luca Della Robbia, Φλωρεντίνα 1400 – 1482). Ιταλός γλύπτης και πηλοπλάστης.Υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γλύπτες της Φλωρεντίας του 15ου αι. Εκπροσωπεί μια από τις κλασικίζουσες τάσεις της τοσκανικής γοτθικής τέχνης, αλλά διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • Ντονατέλο — (Donatello, Φλωρεντία 1386 – 1466). Ιταλός γλύπτης. Γιος του Νικολό ντι Μπέτο Μπάρντι, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια στο εργαστήριο του Γκιμπέρτι. Η παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία είκοσι ετών έκανε, μαζί με τον Μπρουνελέσκι, το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”